Ο πρώτος αρχαίος ελληνικός οικισμός βρίσκεται στον Κόλπο των Κοραλλίων

Δίπλα από την ξακουστή και πολυσύχναστη παραλία του Κόλπου των Κοραλλίων βρίσκεται ο πρώτος  οικισμός των Αχαιών, η Μάα – Παλαιόκαστρο.

Στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. τα μεγάλα αστικά κέντρα της Πελοποννήσου , όπως οι Μυκήνες και η Πύλος πέφτουν σε παρακμή. Οι κάτοικοι τους φεύγουν προς την Ανατολή αναζητώντας νέες πατρίδες. Μερικοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο είτε σε υπάρχουσες πόλεις όπως η Έγκωμη, το Κίτιο και η Παλαίπαφος είτε έχτισαν νέους οικισμούς, όπως τη Μάα – Παλαιόκαστρο και την Πύλα-Κοκκινόκρεμο. Η  εγκατάσταση των Αχαιών εγκαινιάζει μια νέα περίοδο ευημερίας για το νησί. Οι πόλεις οχυρώνονται με «κυκλώπεια» τείχη, κτίζονται νέα δημόσια κτίρια με μεγάλους πελεκητούς λίθους, αναπτύσσονται οι τέχνες. Το νησί εξελληνίζεται σταδιακά.

Η Μάα ήταν ένας οχυρωμένος οικισμός ο οποίος κτίστηκε με σκοπό την άμυνα επάνω σε μια φυσικά οχυρή θέση στη δυτική ακτή του νησιού.

Η χερσόνησος της  Μάας, ενώνεται με τη στεριά με μια στενή λωρίδα γης και έτσι μπορούσε να οχυρωθεί εύκολα. Δυο ευρέως κόλποι με αμμώδεις ακτές πρόσφεραν σίγουρο αραξοβόλιο για τα πλοία ενώ υπήρχε και πηγή νερού στα ανατολικά. Παράλληλα, η θέση προσφερόταν σαν παρατηρητήριο για τις κινήσεις από ξηρά και από θάλασσα.

Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν εδώ περίπου το 1200 π.Χ. Πιθανόν ήταν πρόσφυγες από το Αιγαίο που εγκατέστησαν στο ακρωτήριο ένα αμυντικό φυλάκιο, κτίζοντας, ισχυρά «κυκλώπεια» τείχη στο άκρο και στον αυχένα του ακρωτηρίου. Μια βίαιη καταστροφή από πυρκαγιά έθεσε τέρμα στον πρώτο αυτό οικισμό . Όσοι επέζησαν μετά την καταστροφή ξανάκτισαν τα σπίτια τους  σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε οριστικά γύρω στο 1150 π.Χ.

Η Μάα – Παλαιόκαστρο δεν έχει δώσει σημαντικά ευρήματα εκτός από τα σπουδαία αμυντικά τείχη. Η σημασία του οικισμού βρίσκεται στο ότι συνδέεται άμεσα με την περίοδο εκείνη κατά την οποίαν έγινε ο αιγαιακός αποικισμός της Κύπρου.

Οι ανασκαφικές έρευνες στο χώρο άρχισαν στα 1952 και συνεχίστηκαν συστηματικά για οκτώ περιόδους από το 1979 μέχρι το 1986. Πρόκειται για οχυρωμένο οικισμό της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, κτισμένο σε μια μικρή χερσόνησο, που συνδέεται με τη μόνιμη εγκατάσταση των Αχαιών στην Κύπρο και τον επακόλουθο εξελληνισμό του νησιού. Ο οικισμός προστατεύεται από δύο επιβλητικά οχυρωματικά τείχη, ένα στην πλευρά της στεριάς και ένα στην πλευρά της θάλασσας, στο άκρο της χερσονήσου.
Στο εσωτερικό του οικισμού αποκαλύφθηκαν πολλά μικρά κτίρια, ενδεχομένως οικίες, αλλά και κάποια οικοδομικά συγκροτήματα με αρχιτεκτονικά και άλλα στοιχεία που παραπέμπουν απευθείας στο Αιγαίο. Δύο από τα κτήρια αυτά περιλαμβάνουν το καθένα από μια μεγάλη αίθουσα με εστία στο κέντρο της, και άλλα μικρότερα δωμάτια που φαίνεται ότι στέγαζαν αποθηκευτικούς χώρους, εργαστήρια, κ.ά. Κάποιοι από τους χώρους των συγκροτημάτων αυτών εικάζεται ότι ήταν κοινόχρηστες αίθουσες ή αίθουσες συναθροίσεων για την παραγωγή τροφής. Στον οικισμό υπάρχουν επίσης πολλά στοιχεία για μεταλλουργική δραστηριότητα.

Στο χώρο λειτουργεί τοπικό Μουσείο. Ο σχεδιασμός του κτιρίου έγινε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα-συντηρητή και καθηγητή, Andrea Bruno. Για να διατηρηθεί όσο το δυνατόν πιο άθικτο το φυσικό τοπίο, σχεδιάστηκε ένα υπόγειο κτίριο, μόνο η οροφή (ένας χάλκινος θόλος) του οποίου είναι ορατή εξωτερικά. Κάτω από το θόλο του κτιρίου ανοίγεται μια κυκλική υπόγεια αίθουσα η οποία περιλαμβάνει πολλές πληροφορίες για το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στο νησί.