Άγνωστη Νεολιθική αγροτική εγκατάσταση στα Βρέτσια έφερε στο φως αρχαιολογική σκαπάνη

Σημαντική γνώση και ευρήματα όπως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, λίθινα εργαλεία, κοσμήματα από πικρόλιθο, διατροφικά και κατάλοιπα ζώων, τα οποία σχετίζονται με μια άγνωστη μέχρι σήμερα Νεολιθική εγκατάσταση, έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης .

Η νέα θέση εντοπίστηκε σε μικρή απόσταση  από την παλαιότερη χρονολογικά κυνηγετική κατασκήνωση της 9ης χιλιετίας του Αγίου Ιωάννη-Βρέτσια – Ρουδιά, η οποία ερευνάται ανασκαφικά από την ίδια αρχαιολογική ομάδα τα τελευταία χρόνια.

Οι ανασκαφικές δραστηριότητες, βρίσκονται σε εξέλιξη στο άνω μέρος της κοιλάδας του Ξερού ποταμού, στην κοινότητα Βρέτσια της Επαρχίας Πάφου και σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Τμήματος Αρχαιοτήτων, πρόκειται για μια αγροτική εγκατάσταση, της οποίας η έκταση και ο ακριβής χαρακτήρας είναι ακόμα υπο διερεύνηση.

Η έκταση της αγροτικής εγκατάστασης είναι μεγάλη και φαίνεται ότι εκτείνεται προς τα ανατολικά της αναβαθμίδας. Ο ανθρωπογενής χαρακτήρας της τεκμηριώνεται, αλλά όχι και η χρήση της, παρά το γεγονός ότι σχετίζεται στρωματογραφικά με ένα πλούσιο υπερκείμενο στρώμα και με πολλά λίθινα αντικείμενα έντονα καμένα, όπως τμήματα αγγείων, πρώτες ύλες, μυλόλιθοι και κρουστήρες.

Το πλήθος των νέων εργαλείων που ξεπερνούν τις 3.000 σε αριθμό, αναμένεται να δώσουν απάντηση στο κυρίαρχο ερώτημα εάν η εμφανώς ιδιαίτερη λιθοτεχνική παράδοση της θέσης Ρουδιάς σε σχέση με το υλικό άλλων θέσεων, όπως οι θέσεις Ακρωτήρι-Αετόκρεμνος, Αγία Βαρβάρα-Ασπρόκρεμνος και Άγιος Τύχωνας-Κλήμονας, οφείλεται σε μια μακρά τοπική εξέλιξη, ίσως και πλειστοκαινική, της ενδοχώρας ή αν απλά καλύπτει το “κενό” που καταγράφεται σήμερα στην πολιτισμική ακολουθία του νησιού, δηλαδή πρώτο μισό της 10ης χιλιετίας π.Χ..

Η  ανασκαφική έρευνα επιβεβαίωσε τη σπουδαιότητα της επιπαλαιολιθικής κατασκήνωσης στη θέση Βρέτσια-Ρουδιάς για την πρώιμη προϊστορία της Κύπρου και, σύμφωνα με  ανακοίνωση του τμήματος Αρχαιοτήτων, είτε ως μια ξεχωριστή εκδοχή της Προκεραμικής Νεολιθικής Α της ενδοχώρας είτε ως μια ακόμα παλαιότερη παράδοση του νησιού, αναμένεται να ρίξει φως στις πρώιμες πολιτισμικές διεργασίες της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής.

Τα νέα αυτά στοιχεία επιβεβαιώνουν επίσης ότι η ορεινή ενδοχώρα της Κύπρου παρουσιάζει εξίσου σημαντικό ερευνητικό ενδιαφέρον με αυτό των πεδινών και κυρίως παράκτιων περιοχών όσον αφορά στην πρώιμη προϊστορία του νησιού.

Η ανάδειξη της προϊστορίας της ορεινής Κύπρου από την ερευνητική ομάδα του ΑΠΘ ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην αρχαιολογία του νησιού που φιλοδοξεί να εντάξει στη συζήτηση τις θεωρητικά περιθωριακές περιοχές και το ρόλο τους στη διαμόρφωση της κυπριακής πολιτισμικής παράδοσης διαχρονικά.

Βρέτσια

Μισογκρεμισμένοι τοίχοι των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, γειτονιές βουβές, αυλές οι οποίες έχουν πνιγεί από την άγρια βλάστηση, δείγματα ζωής περιορισμένα έως ανύπαρκτα συνθέτουν το σκηνικό στο μικρό τουρκοκυπριακό χωριό Βρέτσια. Ενώ την ίδια στιγμή  η μαγεία του τοπίου και ο αέρας μυστηρίου που ακολουθεί την ερημιά, δημιουργούν ένα μεγαλειώδες σκηνικό, που, συνήθως, λίγοι απολαμβάνουν.

Το μικρό τουρκοκυπριακό χωριό Βρέτσια βρίσκεται στην επαρχία Πάφου, 3 περίπου χιλιόμετρα βορειανατολικά της Κοιλίνιας. Ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός εγκατέλειψε το χωριό μετά τις πολεμικές συγκρούσεις στο νησί . Μετά την φυγή των Τουρκοκυπρίων του χωριού λίγες οικογένειες Ελληνοκυπρίων προσφύγων εγκαταστάθηκαν στην κοινότητα, οι οποίες όμως αργότερα το εγκατέλειψαν και αυτές αφήνοντας το έρημο και εγκαταλελειμμένο.

Γεφύρι του Ρουθκιά  

Αυτό που συνεχίζει  να προσελκύει το ενδιαφέρον στην κοινότητα είναι το εντυπωσιακό πέτρινο κομψοτέχνημα του Ρούθκια μέσα σε μια καταπράσινη, ερημική περιοχή από πλατάνους, σκλήδρους και πεύκα. Βρίσκεται σε απόσταση 3 χιλιόμετρων από το τουρκοκυπριακό χωριό Βρέτσια και είναι κτισμένο πάνω στον ποταμό Ξερό που πηγάζει από τα βουνά του Τριπύλου.

Σύμφωνα με παλαιότερες μαρτυρίες, το γεφύρι είχε μεγάλη οξυκόρυφη καμάρα. Από τον σεισμό του 1953 το γεφύρι σχεδόν καταστράφηκε. Το 1957 , με την διαπλάτυνση του δρόμου έγινε σκέψη κατεδάφισής του. Ευτυχώς απορρίφθηκε και το 1977 άρχισε η αναστήλωση του με συνολική δαπάνη 2.500 λιρών.